παρωνυμιῶν

παρωνυμιῶν
παρωνυμία
by-name
fem gen pl
παρωνυμιάζω
call by a derived name
fut part act masc voc sg
παρωνυμιάζω
call by a derived name
fut part act neut nom/voc/acc sg
παρωνυμιάζω
call by a derived name
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • γυναικίας — γυναικίας, ο (AM) γυναικωτός, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ίᾱς, επίθημα χαρακτηριστικό παρωνυμίων (πρβλ. νεανίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”